Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αἱ Σύριαι π

См. также в других словарях:

  • Συρίαι — Συρίᾱͅ , Σύριος of fem dat sg (attic doric aeolic) Σῡρίαι , Σῦρος a Syrian fem nom/voc pl (epic) Σῡρίᾱͅ , Σῦρος a Syrian fem dat sg (attic epic doric aeolic) Συρία Syrian fem nom/voc pl Συρίᾱͅ , Συρία Syrian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρίαι — συρίᾱͅ , συρία garment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύριαι — Σύριος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύριαι — συρία garment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СИРИЙСКИЕ ВОРОТА —    • Syrĭae portae,          αι̉ Σύριαι πύλαι. Так назывался длинный и узкий проход между горным кряжем Аманом и заливом Исским, ведущий из Киликии в Сирию. Ширина его была такова, что войско могло пройти по нему только длинной вереницей. Ныне… …   Реальный словарь классических древностей

  • συροποιός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει τα υφάσματα ή ενδύματα σύραι ή συρίαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρία /σύρα «είδος ενδύματος» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • Αμανίδες πύλες — Στενά στο όρος Αμανό της Κιλικίας. To πρώτο, που οδηγεί στην Κιλικία, λεγόταν και «Κιλίκιαι Πύλαι» (Στράβων), ενώ κατά τον Μεσαίωνα ονομαζόταν Πορτέλα. Σήμερα, στα τουρκικά λέγεται Σακάλ Τουτάν. H θέση παρουσιάζει μεγάλη στρατηγική σημασία και… …   Dictionary of Greek

  • Συρίᾳ — Συρίᾱͅ , Σύριος of fem dat sg (attic doric aeolic) Σῡρίαι , Σῦρος a Syrian fem nom/voc pl (epic) Σῡρίᾱͅ , Σῦρος a Syrian fem dat sg (attic epic doric aeolic) Συρίαι , Συρία Syrian fem nom/voc pl Συρίᾱͅ , Συρία Syrian fem dat sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»